περίτριμμα

περίτριμμα
το, ΝΜΑ [περιτρίβω]
1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα
2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα τής κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ' ἀγορᾱ...», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ζωολ. χιτινώδες πλαίσιο τών στιγμάτων στα έντομα
αρχ.
σκεύασμα για εντριβή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίτριμμα — anything worn smooth by rubbing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίτριμμα,το — ατος, αυτό που βγαίνει από τρίψιμο κάποιου πράγματος, σκουπίδι, απομεινάρι, απόρριμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίτριμμ' — περίτριμμα , περίτριμμα anything worn smooth by rubbing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτρίμματα — περίτριμμα anything worn smooth by rubbing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτρίμματι — περίτριμμα anything worn smooth by rubbing neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίτριψ — ἀμφίτριψ ( ιβος), ο (Α) 1. ο τριμμένος ολόγυρα 2. (για πρόσωπα) ευτελής, κάθαρμα (πρβλ. περίτριμμα*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τριψ < τρίβω] …   Dictionary of Greek

  • ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση …   Dictionary of Greek

  • ομολοβρός — ὁμολοβρός (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἰσχρός, ἀναιδής, περίτριμμα» …   Dictionary of Greek

  • πολύτριμμα — τὸ, Μ. μτφ. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, περίτριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρίμμα (< τρίβω)] …   Dictionary of Greek

  • σίχαμα — το, Ν 1. καθετί που προκαλεί αηδία και αποστροφή, το βδέλυγμα 2. πρόσωπο άξιο αποστροφής, περίτριμμα, κάθαρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχαίνομαι + κατάλ. μα (πρβλ. ζέστα μα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”